- κομπισμός
- κομπισμός, ὁ, das Trillern auf einem Instrument
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κομπισμός — κομπισμός, ὁ (Α) μουσ. η επανάληψη τού ίδιου φθόγγου στην οργανική μελωδία, η εμμονή τής μελωδίας σε κάποιο φθόγγο … Dictionary of Greek